-
1 вселить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вселенный, βρ: -лен, -лена, -лено.1. εγκατοικιζω, ενοικίζω, παρέχω κατοικία, εγκατασταίνω• στεγάζω.2. μτφ. εμπνέω, εμφυσώ, εμφυτεύω, εμβάλλω•1. εγκατατασταίνομαι σε σπίτι, ενοικίζομαι, στεγάζομαι.2. μτφ. εμφωλεύω, φωλιάζω, ριζώνω•страх -лся в его сердце ο φόβος φώλιασε στην καρδιά του.